γλυκύαμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκύαμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλυκύαμος ὁ, Κέρκ.-Χελδρ.-Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ φυτ.’ 64 Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. δημώδ., 12-Λεξ. Δημητρ. γλυκύαμο τό, Ι. Μανιατάκ., Ἀρρώστ. πουλερ., 56 γλυκυάμος Λεξ. Δημητρ. γλύκυˬαμος Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ συμφύρσεως τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ὑοσκύαμος.

Σημασιολογία

Τὰ φυτά : α) Ὑοσκύαμος ὁ μέλας (Hyoscyamus niger) καὶ β) Ὑοσκύαμος ὁ λευκὸς (Hyoscyamus alba), ἀμφότερα τῆς οἰκογ. τῶν Στρυχνωδῶν (Solanaceae) ἔνθ’ ἀν Συνών. ἀγριοκαπνός, ἀγριοτούτουνο, γέροντας Β2, γέρος Β10, γερούλι, γιˬατρός Β3, γλιτζιˬᾶς, γλοιˬδᾶς, δαιμοναριˬά, δισκύαμος, δοντόχορτο, στρουμπάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/