γλύση
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλύση
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γλύση ἡ, Ἤπ. -Λεξ. Δημητρ. γλύσις Μάνθου, Συμφοραὶ Μορέως (ἔκδ. Βενετ.), 51 -Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γλύω.
Σημασιολογία
Σωτηρία, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κακοῦ ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἔχει γλύση ὁ ἄρρωστὀς μας Λεξ. Δημητρ. ΙΙ Ποίημ. Μὲ φόβον ἀπεράσαμεν ἀπὸ (τὸν) Μαραθῶνα, γλύσιν δὲν ἐλογιάζαμεν ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα Μάνθου, ἔνθ’ ἀν. Συνών. γλυτέρα, γλύτωμα, γλυτωμός, διάσωση, διαφυγή, λυτρωμός, λύτρωση, σωτηρία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA