γλυκόχορτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόχορτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκόχορτο τό, Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Μπάκρ.) Θὴρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Λεῦκτρ) κ.ἀ.)-Χελδρ.-Μὴλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 12 Π. Γενναδ., Λεξικ, Φυτολογ., 860 Δ. Δημάδ, Ζιζάν. Θεσσαλ. ἀγρ., 13 -Λεξ. Βλαστ. 450 Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἑπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. χόρτο.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν Σαπωνόφυτον τὸ ἀγέλειον (Saponaria vaccaria ἤ Vaccaria perfoliata) τῆς οἰκογ. τῶν Καρυοφυλλιδῶν (Caryophyllaceae) Θεσσ. Θήρ. Π. Γενναδ. Λεξικ. Φυτολογ. 860 Δ. Δημάδ., Ζιζάν. Θεσσαλ. ἀγρ., σ. 13. Συνών. σαπουνόχορτο. 2) Τὸ φυτὸν Πνευμονικὴ ἡ φαρμακευτικὴ (Polmonaria officinalis) τῆς οἰκογ. τῶν Τραχυφυλλιδῶν (Borraginaceae) Ἤπ. (Κουκούλ.): Ἔλα κάνι δ’λε͜ιὰ κὶ μὴμ παί’ῃς μὶ τὰ γλυκουχόρτιˬα. 3) Τὸ βολβοφόρον φυτὸν Βοτρύανθος ὁ πολύκομος (Muscari comosum) τῆς οἰκογ. τῶν Λειριιδῶν (Lilliaceae) Στερελλ. (Σπάρτ.): Τοὺ γλυκόχουρτου ἔ’ γαλαζά’ λουλούδ’. 4) Εἶδος ἐδωδίμου πόας τῆς οἱκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ. (Κανδήλ. Μύτικ. Σπάρτ. κ.ἀ) 5) Κατὰ πλῆθ. γλυκόχορτα ἄγριά τινα ἐδώδιμα χόρτα γλυκείας πως γεύσεως Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.: Ἄσκημά ’ναι τοῦτα dὰ γλυκόχορτα Ἀπύρανθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA