ἀποσυφτιλζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσυφτιλζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσυφτιλζω Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. συφτιλζω.

Σημασιολογία

’Αποσυνδέτω τὰ νήματα ὑφάσματος, ξεφτύζω: ᾿Αβοῦτο τὸ κομμάτιν ἔμορφον ᾿κ’ ἔν᾽, ἀγλήγορα ἀποσυφτιλεται (αὐτὸ τὸ κομμάτι δὲν εἶναι καλόν, γρήγορα ξεφτύζει).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/