ἀποσυφωτάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσυφωτάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσυφωτάζω ἀμάρτ. ἀποσυφωτζω Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. συφωτάζω, παρ’ ὃ καὶ συφωτζω.
Σημασιολογία
Παύω νὰ εἶμαι θαμβωμένος, νὰ βλέπω ἀμυδρῶς, ἀνακτῶ τὴν διαύγειαν, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν: ᾿Επεσυφωτσαν τ’ὀμμάτ μ᾿. Συνών. ξεθαμπώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA