ἀποσφαλνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσφαλνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσφαλνῶ ἀμάρτ. ἀποσφαλίζω Θράκ. (Μυριόφ.) Κρήτ. -Λεξ. Δεὲκ Μπριγκ. Δημητρ. ἀποσφαλῶ Λεξ. Δεὲκ ἀποσφαλάω Πελοπν. (Μάν.) ᾽πισφαλῶ Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σφαλνῶ, παρ’ ὃ καὶ σφαλίζω. Πβ. καὶ μεσν. ἀπασφαλίζω.
Σημασιολογία
1) ᾽Εγκλείω, κλείω τινὰ κἄπου ἀσφαλῶς, ἀποκρύπτω Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. -Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Φουτιˬὰ νὰ σ’ ἔκαφτιν, υἱγιˬέ μ᾽, ἐσὲ κι τοὺ κυνήγι σ᾽, ἡ Μάρου Κώσταν ᾽πισφαλεῖ,͵ ἡ Μάρου Κώσταν ἔχει Αἶν. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾽Επαίν. γυναικ. στ. 803 (ἔκδ. KKrumbacher) «μερικὲς ἔχουν κρυμμένους | καύχους ἀποσφαλισμένους». 2) Πολιορκῶ, ἀποκλείω τινὰ Κρήτ.-Λεξ. Δεὲκ Μπριγκ. : ᾌσμ. Καὶ ὁ Μαυράκις ἤλεγε, dρέπομαι, bρέ καηˬμένοι, νὰ σᾶς ἀποσφαλίζουνε οἱ ρασοτυλιμένοι Κρήτ. Οὕλες οἱ χῶρες χαίρουdαι κιˬ οὕλες καλὴ gαρδιˬά ’χουν, ἡ Ρόδο ἡ βαρεˬόμοιρη στέκει ἀποσφαλισμένη, τρεῖς χρόνους τὴνε πολεμοῦν στερεˬᾶς καὶ τοῦ πελάγους αὐτόθ. 3) ᾿Εξασφαλίζω Θράκ. (Μυριόφ.): ᾿Αποσφά’σε τοὶς παράδες. 4) Κλείω τι Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.): Σὰν ἀποσφαλίξῃς τὸ μαγατζὶ ἔλα. Στάσου μιὰ στιμούλλα ν᾽ ἀποσφαλίσω τὸ πανεθύρι κ’ ἔφτασα Μάν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Καὶ ἀμτβ. κλείομαι Κρήτ. : Φρ. Ν’ ἀποσφαλίξῃ τὸ σπίτι σου! (νὰ μὴ μείνῃ κἀνεὶς ἀπόγονος, νὰ ἐρημωθῇ!᾽Αρά). Συνών. σφαλνῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA