αὐτόφυτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐτόφυτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐτόφυτος ἐπίθ. Κρήτ. (Σέλιν.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. αὐτόφυτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ὁ ἄνευ ἀνθρωπίνης ἐπιμελείας βλαστήσας, ἄγριος: Ἀμυγδαλεˬὰ αὐτόφυτη. 2) Συνεκδοχ. ὁ δι᾿ ἐγκεντρισμοῦ ἐξημερωθείς, ἐπὶ δένδρου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA