ἀποσφόδελας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσφόδελας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποσφόδελας ὁ, ἀποσπόρδιλας Χίος ᾿ποσπόρδιλας Χίος ᾿ποπόρδιλας Χίος
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀσφόδελος.
Σημασιολογία
1) Μικρὸς ἀσφόδελος. Συνών. *ἀποσφοδέλι. 2) Μετων. ἄσημος ἄνθρωπος : Ἕνας ᾿ποσπόρδιλας!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA