ἀποσφούγγι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσφούγγι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσφούγγι τό, ἀποσπούγγ’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀποσφούγγι Ἄνδρ. -Λεξ. Δημητρ. ἀποσφούντ’ Πόντ. (Ὄφ.)

Ετυμολογία

᾽Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σφουγγὶ <σφόγγος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐκ τοῦ ἀποσφογγισμοῦ ρύπος Λεξ. Δημητρ. Συνών ἀποσφούγγισμα. 2) Πληθ., τὰ σαρωθέντα καὶ συναθροισθέντα σκουπίδια Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): Ἅμον ἀποσπούγγ᾿ ἔ’ με ἡ μετρούα μ᾽ (σὰν σκουπίδι μὲ ἔχει ἡ μητρυιὰ μου) Τραπ. β) Πληθ., τὰ μετὰ τὸ σάρωμα ὑπολειφθέντα σκουπίδια Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) 3) Μεταφ. τὸ τελευταῖον τέκνον Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι, ἀπόσπερμα 2 4) Πρᾶγμα, οἷον παννί, χαρτὶ κττ., διὰ τοῦ ὁποίου ἀποσφογγίζεταί τι Ἄνδρ. Συνών. ἀποσφουγγίστρα. 5) Τὸ ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως ἀποτριβὲν σάρωθρον Πόντ. (Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/