ἀποσφουγγίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσφουγγίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσφουγγίζω, ἀποσπογγίζω Πόντ. (Χαλδ.) ἀποσφογγίζω Πόντ. (Οἰν.) -Λεξ. Δημητρ. ἀποσφουγγίζω πολλαχ. ᾽ποσφιgίτζω Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποσπογγίζω₌καθαρίζω τι διὰ σπόγγου.
Σημασιολογία
1) ᾿Απομάσσω, σφογγίζω Λεξ. Πρω. Δημητρ.: ᾿Αποσφούγγισε τὸν ἱδρῶτα σου Λεξ. Πρω. 2) Καθαρίζω τοὺς τοίχους τῆς οἰκίας ἀπὸ τὸν κονιορτὸν καὶ τὰς ἀράχνας διὰ σαρώθρου Πόντ. (Οἰν.) β) Τελειώνω τὸ σφούγγισμα, τὸ καθάρισμα πολλαχ. : Σοῦ ’πα νὰ σφουγγίσῃς τὸ τραπέζι, δὲν τ’ ἀποσφούγγισες ἀκόμη; 3) Μεταφ. ἀφανίζω, ἐξολοθρεύω Πόντ. (Χαλδ.) : Ὁ γουρζουλᾶς νὰ κρούῃ κιˬ ἀποσπογγίη σε! (ἡ πανούκλα νὰ σὲ χτυπήσῃ καὶ νὰ σὲ ἐξαφανίσῃ! ᾽Αρά). Συνών. ἐξαφανίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA