ἄπυρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄπυρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄπυρος ἐπίθ. Χίος κ.ἀ. ἄπυρους Λέσβ. Μοσχονήσ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄπυρος.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ πυρωθεὶς Λέσβ. Μοσχονήσ.: Ἄπυρους φούρνους. Συνών. ἄξαφτος, ἀπύρωτος 1. 2)Ὁ μὴ ἐσβεσμένος ἐν ὕδατι, ἐπὶ ἀσβέστου Χίος: Ἄπυρος ἀσβέστης. Διὰ τὴν σημ. πβ. ἀρχ. ἄπυρος οἶνος=ὁ μὴ ὑποστὰς ἀκόμη τὸν βρασμόν, τὴν ζύμωσιν. Πβ. ἀπύριν 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/