ἀποσωσμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσωσμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποσωσμὸς ὁ, ΙΠολέμ. Χειμώνανθ.2 173 ἀποσωμὸς Λεξ. Βλαστ. ’πισουμὸς Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποσώνω.

Σημασιολογία

᾿Απόσωσμα 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. Ἡ μαύρη μάννα ἐκοίταζε γιˬὰ νά ’βρῃ τὸ παιδί της καὶ νά, τὸ βλέπει ’ς τὴ γωνιˬά, 'ς ἕνα περιβολάκι ποῦ σκάλιζε καὶ πότιζε κιˬ ἀποσωσμοὺς δὲν εἶχε ΙΠολεμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/