ἀποσωστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσωστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποσωστὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀπουσουστὸς Λέσβ. ἀποσουτὲ Τσάκων. ’ποσωτὸς Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ περατωθείς, ὁ λαβὼν τέλος Τσακων. 2) Ὁ φθάσας Ρόδ. : Ἦταν ’ποσωτός. 3) ’Αδύνατος, ἰσχνὸς ἕνεκα ἀσθενείας Λέσβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/