ἀποσωτηρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσωτηρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσωτηρεύω ἀμάρτ. ἀποσωτερεύω Κρήτ. (Σφακ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σωτηρεύω.
Σημασιολογία
Ἱκανοποιῶ τινα ὡς πρὸς τὰς ἀνάγκας του: Δὲ bορῶ νὰ τὸν ἀποσωτερέψω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA