ἀποταγμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποταγμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποταγμένος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Περίστας.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀποτεταγμένος μετοχ. τοῦ ἀρχ. ἀποτάσσω.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνίκανος πλέον πρὸς ἐργασίαν : Μήπως ὁ πατέρας μου εἶναι ἀποταγμένος; τὰ δικά του τὰ ἔξοδα τὰ ἀπαντᾷ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA