ἀπώρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπώρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπώρας ἐπίρρ. Κρήτ. ἀπωροῦ Θήρ. Χίος ἀπωρὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀπωρὶς Λευκ. ἀπῶρε ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 248, 22 ἀποούρα Τσακων. ἀποτάρα Τσακων. ’πωρὰ Θήρ. ’πωροῦ Θήρ. Χίος ’πωροῦς Χίος.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀπώρας. Πβ. Γεωργηλ. Ἅλωσ. στ. 630 (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 1, 189) «ἀπώρας βάλε τὴν βουλὴν μὲ τὴν καλὴν τὴν ὥραν». Ὁ τύπ. ἀπωροῦ κατὰ τὰ εἰς -οῦ ἐπιρρ. Πβ. HPernot ἐν Λαογρ. 7 (1923) 295 κἑξ. Ὁ τύπ. ἀπωρὸ κατὰ τὰ δειλινό, πρωινὸ κττ., τὸ ἀπωρὶς κατὰ τὸ ἐνωρίς, τὸ ἀπῶρε κατὰ τὸ ἀπόψε. Ὁ τύπ. Τσακων. ἀποτάρα παρὰ τὸ ἀποούρα ἐκ τύπ. ἀποτάουρα προσλαβόντος τὸ μετὰ τῶν ἐπιρρ. συνεκφερόμενον ἄρθρον τὰ κατὰ τὸ σχῆμα ἀποσήμερα-ἀποτασήμερα, ἀποχτὲς- ἀποταχτὲς κττ. Κατὰ HPernot Dial. Tsakon. 293 ἴσως ἐκ τοῦ *ἀποταέδαρι.
Σημασιολογία
1)Ἐνωρὶς Θήρ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Λευκ. Χίος-ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 248, 22: Ξύπνισα ἀπωροῦ Θήρ. Ἀπωροῦ ἀπωροῦ νὰ πάς αὐτόθ. Τὴν αὐγὴ ἀπωρὶς Λευκ. Ἀσ’ τ’ ἀπωροῦ σὲ γυρεύγω Χίος || Παροιμ. Ὅγο͜ιος περιμένει ἀπὸ τὴ γειτονιὰ | ’πωρὰ ’πωροῦ δειπνᾷ (εἰρων.) Θήρ. Π’ ἀναμένει ἀπὸ τὴ γειτονιˬὰ ἀπῶρε δειπνᾷ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ ἀν. || Γνωμ. Τὸ πουρ-ρὶ πουρ-ρό, | τὴ βιραδεῖα ἀπωρὸ (νὰ ἐγείρεσαι πρωὶ καὶ νὰ πλαγιάζῃς ἐνωρὶς) Μπόβ. 2)Ἀπὸ ἱκανῆς ὥρας Κρήτ.: Ἀπώρας εἶναι ὀρχομένος Κρήτ. 3)Πρὸ ὀλίγου Τσακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA