ἀφαγωσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαγωσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφαγωσιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. ἀφαγουσὰ Εὔβ. (Ἀνδρων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀφάγωτος. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ἀ- στερητ. 1 β. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀφαγιˬά.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ μὴ τρώγῃ τις καὶ μετων. ὁ μὴ τρώγων: Φάε, μωρή, ἀφαγουσά!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA