ἀποτάζω (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτάζω (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτάζω (ΙΙ), Νάξ. (Κορων.) Πόντ. (Κερασ.) ἀποτάσσω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μετοχ. ἀποταμένος Νάξ. (Βόθρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τάζω.

Σημασιολογία

1)Ἀνακαλῶ, ἀρνοῦμαι νὰ ἐκτελέσω δοθεῖσαν ὑπόσχεσιν Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ.): Ὅλο τάζει κιˬ ἀποτάζει, λόγο δὲν κρατεῖ Μάν. || Φρ. Τάζει τάζει κιˬ ἀποτάζει Κερασ. Συνών. ξετάζω. ΙΙ)Μέσ. δίδω ἱερὰν ὑπόσχεσιν εἰς τὸν Θεὸν ἢ εἰς ἅγιον νὰ κάμω τι ἐπὶ τῇ ἐκπληρώσει εὐχῆς τινος πρὸς αὐτὸν Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κορων.): Ἐποτάηκα νὰ ’ενῇ τὸ παιδί μου καλὰ καὶ νὰ πά’ ἀξυπόλυτη ’ς τη Gιˬουρὰ την ἁιˬὰ Ἀπύρανθ. Ἐγὼ ἀποτάουμουνα ’ς τὸ Θεὸ νὰ μοῦ στείλῃ ἂς εἶναι καὶ ζούλα καὶ τώρα θὰ τὸ δώκω; (ἐκ παραμυθ.) Κορων. β)Παρακαλῶ τὸν Θεὸν Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κορων.): Μιˬὰ βολὰ ἦτον ἕνας βασιλεˬὰς καὶ δὲν ἔκανε bαιδιˬὰ κ’ ἐποτάουdουνε νὰ κάμῃ παιδὶ πλεˬὰ καὶ νὰ πεθάνῃ (ἐκ παραμυθ.) Νάξ. Ἀποτάηκενε τσ’ ἤστειλεν ὁ Θεὸς ἕνα ’ριφαδάκι (ἐκ παραμυθ.) Κορων. Νὰ ἀποτάζεσαι νὰ κάμῃς τὸ ’ριφάδι καὶ τώρα νὰ μὴν ἔχῃς μανία νὰ πὰς ἀλλοῦ παρὰ νά ’σαι πάντα μαζί του (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Μετοχ. ἀποταμένος=ὁ δοὺς ἱερὰν ὑπόσχεσιν νὰ μεταβῇ εἰς προσκύνησιν ἁγίου Νάξ. (Βόθρ.): Εἶναι ἀποταμένος ’ς τὴν ἁγιˬὰ-Μαρῖνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/