ἀποταλαρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποταλαρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποταλαρώνω Κύπρ. ’ποταλαρώνω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ταλαρώνω.
Σημασιολογία
1)Ἐκβάλλω τὸν τυρὸν ἐκ τοῦ ταλάρου. 2)Βάλλω τὸν τυρὸν εἰς τὸν τάλαρον. Συνών. ταλαρώνω. 3)Ἀναπαύομαι: Αἴνιγμ. Ἔλα νὰ πά’ νὰ π-πέσουμεν ταὶ ν’ ἀποταλαρώσωμεν, τὰ δυˬὸ τριχιˬὰ νὰ σμίξουμεν ταὶ τὸ μακρὺν ’ς τὴν τρῦπαν του (ὁ ὀφθαλμός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA