ἀποταχεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποταχεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀποταχεˬὰ ἐπίρρ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Παξ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. ἀπουταχεˬὰ Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ἀποταχεˬὰς Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κρήτ. ταποταχεˬὰ Ἤπ. (Δρόβιαν.) Ἰθάκ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἀπ’ταχεˬὰ Σαμοθρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) ἰπ’ταχεˬὰ Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.) ’ποταχεˬὰ Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἤπ. Κεφαλλ. κ.ἀ. ’πουταχεˬὰ Εὔβ. (Στρόπον.) Θρᾴκ. Λέσβ. ’πιταχεˬὰ Ἴμβρ. τοποταχεˬὰ Εὔβ. (Κονίστρ.) ἀποταχὺ Κέρκ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. ἀπόταχυ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ταποταχὺ Εὔβ. Πελοπν. (Μάν.) ταπουταχὺ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ταποτάχυ Θρᾴκ. ταπουτά’ Θρᾴκ. (Λουλέμπ.) ἀποταὺς Καππ. (Ποταμ.) ἀπ’ταῢ Καππ. (Ἀραβάν.) ἀφ’ταῢ Καππ. (Ἀραβάν.) ’ποταχὺ Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) ’πουταχὺ Λέσβ. ’ποταὺ Κάλυμν. τοποταχὺ Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς μεσν. φρ. ἀπὸ ταχέα. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 8977 (ἔκδ. JSchmitt) «αὔριον πρωὶ ἀπὸ ταχέα νὰ ἐξέβουν ἐκ τὴν Ἄρταν». Τὸ ἀποταχὺ ἐκ τοῦ ἁπλοῦ ταχὺ μετὰ τῆς προθ. ἀπὸ κατὰ τὸ ἀποταχεˬὰ. Τὸ ἀποταχεˬὰς κατὰ τὸ ἀνισωστὰς παρὰ τὸ ἀνισωστὰ καὶ τοὺς ὁμοίους τύπους, περὶ ὧν ἰδ. ἀνίσως. Διὰ τὸν τύπ. ταποταχεˬὰ ἰδ. ἀνάποδα.
Σημασιολογία
1)Λίαν πρωί, ὄρθρου βαθέος Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. (Δρόβιαν.) Θρᾴκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.: Ταποταχεˬὰ ἦρθε Δρόβιαν. ’Πουταχεˬὰ θὰ πάμι ’ς τοὺ θέρους Θρᾴκ. Νὰ ξυπνήσῃ ’ποταχὺ Κύμ. Θὰ ξυπνήσῃ νύχτ’ ἀποταχὺ Μάν. β)Πρωὶ ἔνθ’ ἀν.: Βράδυ κιˬ ἀποταχεˬὰ Μάν. Νά ’σαι ἕτοιμος ’ποταχεˬὰ νὰ πᾶμε ’ς τὸ ζευγάρι Αὐλωνάρ. Φύγαμι ἀπ’ τοὺ χουριˬὸ ἀπουταχεˬὰ Καλοσκοπ. Κόπιˬασε αὔριο ταποταχεˬὰ Κέρκ. Ἔφαγα ταποταχεˬὰ λίγο ψωμὶ Ἀργυρᾶδ. Θὰ φύγῃ αὔριο ταποταχεˬὰ αὐτόθ. Ταποταχεˬὰ μὲ τὴν αὐγὴ Μάν. Μιˬὰ Κυριˬακὴ ταποταχὺ αὐτόθ. Τὴν Κυριακὴ τοποταχὺ Κύμ. Ἔφυγε τοποταχὺ προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιˬος αὐτόθ. || Παροιμ. Ποῦ μὲ στραβὸνε κοιμηθῇ ταποταχεˬὰ καιˬδίζει (ἐπὶ τῆς ἐπιδράσεως τῶν κακῶν συναναστροφῶν. καιˬδίζει = γκαβίζει = ἀλληθωρίζει) Παξ || ᾌσμ. Κιˬ ἂ δὲν ἀνθῇς ταποταχεˬά, ἀνθεῖς τὸ μεσημέρι Κέρκ. Ἐχτὲς προχτὲς τὸν εἴδαμε ’ς ἐννεˬὰ χοροὺς bασμένο καὶ σήμερα ταποταχεˬὰ ’ς τὸν ἄμμο ξαπλωμένο αὐτόθ. Ταποταχεˬὰ σηκώθηκε τὰ χέριˬα σταυρωμένα Κεφαλλ. γ)Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας, αὔριον πρωὶ Εὔβ. (Κύμ. Στρόπον.) Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) Ἰθάκ. Κέρκ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ταποταχεˬὰ τὰ λέμε Κέρκ. Νὰ ’ρθῆς ταποταχεˬὰ νὰ πᾶμε νὰ σκάψουμε αὐτόθ. || ᾎσμ. Ὅθε περάσῃ ἀποβραδὺς ταποταχεˬὰ θὰ κλαίνε Ἰθάκ. δ)Τὸ πρωὶ τῆς μεθεπομένης ἡμέρας, μεθαύριον Πελοπν. (Μάν.) 2)Πρὸ ὀλίγου, πρὸ μικροῦ Κάλυμν. Καππ. (Ἀραβάν.) Κρήτ. Λέσβ. Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.) Σαμοθρ. κ.ἀ.: Ἀποταχεˬὰς ἦρθε γιˬὰ νὰ σοῦ πῇ Κρήτ. Ἀποταχεˬὰς τὸν εἶδα κ’ ἐπήγαινε κάτω αὐτόθ. Ἀποταχεˬὰς σοῦ τό ’πα καὶ τὸ ξέχασες κιˬόλα αὐτόθ. Συνών. ἀποτώρᾳ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA