ἀποταχινάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποταχινάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποταχινάδα ἡ, Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀποταχινὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).
Σημασιολογία
Μόνον πληθ., πρωίαι: Πᾶνε γιˬὰ ξύλα τρεῖς ἀποταχινάδες. Ἔπαρε ἑνὸς ἀβγοῦ ἀσπράδι καὶ τρία κηκίδια μικρὰ κοπανισμένα καὶ βάλε τα εἰς ἕνα φοῦρνο καὶ ἀφοῦ τὰ ἀνακατώσῃς ἂς πίνῃ τρεῖς ἀποταχινάδες καὶ ὑγιαίνει (ἐξ ἰατροσοφίου τοῦ 1853, δι’ ὃ ἰδ. Λαογρ. 10 (1929) σ. 133).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA