ἀποταχινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποταχινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποταχινὸς ἐπίθ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.)-ΙΠολυλ. Διηγ. 26 καὶ 88 ἀπουτα’νὸς Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ἀπιτα’νὸς Λῆμν. ’ποταχινὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Ὄρ.) ποταινὸς Κάλυμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποταχεˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ινός. Ἡ λ. καὶ ἐν Γύπαρ. πρᾶξ. Ε στ. 148 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 272) «ἀποταχινὰ λόγια». Ὁ τύπ. ἀπιτα’νὸς κατὰ παρετυμ. πρὸς τὴν πρόθ. ἐπί.
Σημασιολογία
1)Πρωινὸς Εὔβ. (Κονίστρ.)-ΙΠολυλ. ἔνθ’ ἀν. 88: Ὁ ’ποταχινὸς ὕπνος εἶναι γλυκὸς Κονίστρ. Ἀποταχινὸ . . . ὄνειρο ΙΠολυλ. ἔνθ’ ἀν. 2)Ὁ ἀπὸ πρωίας ὑπάρχων Εὔβ. (Κονίστρ.) Λῆμν. Στερελλ. (Καλοσκοπ.): Τὸ ’ποταχινὸ γάλας (τὸ ἀμελγόμενον τὴν πρωίαν κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ βραδινὸ) Κονίστρ. Τοὺ φαεῖ ἔν’ ἀπουτα’νὸ Καλοσκοπ. Τούτουνας οὑ τσουρβᾶς εἶνι ἀπιτα’νὸς κὶ ξί’σι (τσουρβᾶς=σούππα) Λῆμν. β)Θηλ. οὐσ., πρωινὴ ὥρα Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Λακων.)-ΙΠολυλ. ἔνθ’ ἀν. 26: Σ’κώνομαι μιˬὰν ’ποταχινὴ σούνταχα σούνταχα τσαὶ τὸν παραφυλάου Κονίστρ. «Μιὰν ἀποταχινὴν γραῖα Γύφτισσα ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸ σπίτι» ΙΠολυλ. ἔνθ’ ἀν. ‖ Παροιμ. φρ. Μὲ φάγανε τοῦ Μαρτιˬοῦ οἱ ἀποταχινές, τοῦ Μαιˬοῦ τὰ μεσημέριˬα Λακων. γ)Οὐδ. ’ποταχινὸ ἐπιρρηματ., πρωὶ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Ὄρ.): Ἔλα αὔριο ’ποταχινὸ Ὄρ. Πήγαμε ’ς τὸ ζευγάρι ’ποταχινὸ ’ποταχινὸ Αὐλωνάρ. Συνών. πρωί. 3)Ὁ πρὸ ὀλίγου ἐμφανισθεὶς Κάλυμν. Κρήτ.: Μὰ ὁ ἀποταχινὸς δὲν εἶναι ποῦ ’ρθε; (αὐτὸς ποῦ ἦλθε τώρᾳ δὲν εἶναι ὁ πρὸ ὀλίγου ἐλθών;) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA