ἀφακραζόμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφακραζόμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφακράζομαι, ἀφακροῦμαι ἀμάρτ. ἀφηκροῦμαι Θήρ. Μύκ. Νάξ. (Σαγκρ. κ.ἀ.) –Λεξ. Κομ. ἀφηκροῦμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Καστορ. Μελέν. κ.ἀ.) ἀφηκρειγιˬῶμι Θάσ. ἀφηκρειοῦμαι Μύκ. ἀφηκρε͜ιοῦμαι Α. Ρουμελ. (Καρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ. Στέρν.) Νάξ. (Γαλανᾶδ.) –Λεξ. Μπριγκ. ἀφηκρε͜ιοῦμι Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀφηκρε͜ιέμαι Σῦρ. ἀφηκρειγέμι Θάσ. ἀφηκρέμι Θρᾴκ. (Κομοτ.) Μακεδ. (Σέρρ. κ.ἀ.) ἀφηγκροῦμαι Ἰκαρ. Καππ. (Ἀνακ.) –Λεξ. Μπριγκ. –ΙΔραγούμ. Ἑλλην. πολιτισμ. 222 ἀφηgροῦμαι Ἄνδρ. Κύθν. Πάρ ἀφηgροῦμι Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀφηγκρε͜ιῶμαι Σκῦρ. ἀφηγκρε͜ιῶμι Θεσσ. ἀφηγκρε͜ιοῦμαι Βιθυν. (Κατίρ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ. Τσακίλ. κ.ἀ.) Κῶς –Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. –ΑΜαμμέλ. Θαλασσιν. 19 ἀφηγκρε͜ιέμαι Πελοπν. (Ἄργ.) ἀφηgρε͜ιέμαι Κέως ἀφ’κροῦμαι Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κάσ. Μῆλ. Νίσυρ. Πάρ. (Λεῦκ.) Τῆλ. Χίος κ.ἀ. ἐφ’κροῦμαι Χίος (Μεστ.) ἀφ᾿κροῦμι Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. ἀφ᾿κρε͜ιῶμαι Χίος (Καρδάμ.) ἀφ᾿-κρε͜ιῶμι Θεσσ. Λέσβ. ἀφ᾿κουρε͜ιῶμαι Μεγίστ. ἀφ᾿κρε͜ιοῦμαι Α. Ρουμελ. (Καρ.) Δαρδαν. Μῆλ. Σίφν. Χίος ἀφ’κρε͜ιοῦμι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Λέσβ. Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Σιάτ Χαλκιδ.) ἀφ᾽κρειγιˬοῦμι Λῆμν. κ.ἀ. ἀφ’κρε͜ιέμι Ἴμβρ. Λέσβ Μακεδ. ἀφ᾽κρειγέμι Λέσβ. (Πάμφιλ. κ.ἀ.) ἀφ’κειειγέμι Σαμοθρ. ἀφ᾽κειρε͜ιέμι Σαμοθρ. ἀφ᾿κρέμι Μακεδ. (Βογατσ.) ἀφ’gρῶμι Θρᾴκ. (Σουφλ.) ἀφουκροῦμαι Καππ. Κρήτ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀφουκροῦμι Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀφρουκοῦμαι Κρήτ. ἀφουρκοῦμαι Κρήτ. ἀφουκρε͜ιοῦμαι Θρᾴκ. Σῦρ. ἀφουκρε͜ιέμαι Ἄνδρ –Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ. ἀφουκρέμαι Ἄνδρ. ἀφουκρέμι Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀφουgρῶμαι Σῦρ. ἀφουgρῶμι Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. ἀφουγρᾶμι Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀφουgροῦμι Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀφρουγκοῦμι Στερελλ. (Λεβάδ.) ἀφουγκρε͜ιῶμι Θεσσ. (Πήλ.) ἀφουgρειγιˬῶμι Κυδων. ἀφουγκρε͜ιοῦμαι Σίφν. ἀφρουγκε͜ιοῦμαι ἀγν. τόπ. ἀφουγκρε͜ιέμαι Λεξ. Πρω. ἀφουgρε͜ιέμι Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀφουgρε͜ιγέμι Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀφοκροῦμαι Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) ἀφογκρῶμαι Πελοπν. (Καλάμ.) ἀφοκρε͜ιοῦμαι ΓΒιζυην. Ἀτθ. αὖραι.2 225 ’φηκροῦμαι Ἀμοργ. ’φρηκοῦμι Καππ. (Σίλ.) ’φρηκούμου Καππ. (Σίλ.) ’φηκρε͜ιοῦμαι Θρᾴκ. Νάξ. Κάσ. κ.ἀ. ᾿φηκρε͜ιοῦμ᾽ Θρᾷκ. (Σαρεκκλ.) ’φηκρε͜ιέμαι Θρᾴκ. (Σκοπ.) ’φηγκροῦμαι Ἰων. (Κρήν.) ’φηgροῦμαι Ἄνδρ. Κύθν. ’φηγκρε͜ιοῦμαι Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) κ.ἀ. ᾽φ᾿κροῦμαι Ρόδ. ’φ’κρε͜ιοῦμαι Κάσ. Τῆλ. ’φουκροῦμαι Κάλυμν. Ρόδ. Τῆλ. ’φρουκοῦμαι Κρήτ. κ.ἀ. ’φουκρε͜ιοῦμαι Κίμωλ. ’φουκρε͜ιοῦμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ᾽φουgρῶμι Λῆμν. ’φοκρε͜ιοῦμαι Θρᾴκ. ἀφακράζομαι πολλαχ. ἀφαγκράζομαι Εὔβ. (Κύμ.) κ.ἀ. - Λεξ. ΜἘγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀπαgρειάζομαι Μέγαρ. ἀφηκράζομαι Ἄνδρ. Ἤπ. (Τσαμαντ.) Θήρ. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Φιλότ.) Πελοπν. (Ἀργολ. Λακων.) Τῆν. κ.ἀ. –Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. ἀφηκράζουμι Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ. ἀφηκράζουμου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀφρηκάζομαι Ἤπ. (Δρόβιαν.) ἀφηγκράζομαι Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. Σίφν. κ.ἀ. - Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Ἐλευθερουδ. Πρω. ἀφηγκράζουμαι Βιθυν. Κύπρ. ἀφηgράζομαι Ἄνδρ. Α. Ρουμελ (Σωζόπ.) Κεφαλλ. Κύθηρ. Κύθν. Πελοπν. (Οἰν.) Σῦρ. ἀφηgράζουμι Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀφρηγκάζομαι Πελοπν. (Μεσσ.) ἀφρηgάζομαι Πελοπν. (Λακων.) ἀφρηγκασκούμενε Τσακων. ἀφηgρε͜ιάζομαι Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων.) ἀgρηφε͜ιάζομαι Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων.) ἀφεγκράζουμαι Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀφεgράζομαι Προπ. (Κύζ) ἀφρεγκάζομαι Βιθυν. ἀφεgρειάζομαι Πελοπν. (Λακων.) ἀφεειgράζομαι Πελοπν. (Μάν.) ἀgρεφειάζομαι Πελοπν. (Λακων.) ἀφ’κράζομαι Ἤπ. Κάρπ. Κάσ. Τῆλ. κ.ἀ. ἀφ’κράζουμι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Σισάν.) κ.ἀ. ἀφ’κρειάζομαι Μύκ. ἀφ’κρειάζουμι Μακεδ. (Ραδοχώρ.) ἀφουκράζομαι πολλαχ. ἀφουκράζουμι Θάσ. κ.ἀ. ἀφρουκάζομαι Κρήτ. ἀφουρκάζομαι Κρήτ. ἀρφουκάζομαι Κρήτ. ἀκρουφάζομαι Κρήτ. (Σφακ.) ἀφουγκράζομαι Εὔβ (Κάρυστ.) Ἤπ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Λάστ. Λεντεκ.) Προπ. (Πάνορμ.) - Λεξ. ΜἘγκυκλ Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀφουgράζομαι Πελοπν. (Οἶν.) ἀφουgράζουμαι Ζάκ. ἀφουγκράζουμι Θάσ. Στερελλ. (Ἀράχ. Παρνασσ.) ἀφουgράζουμι Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. ἀφρουγκάζομαι Πελοπν. (Κόκκιν. Παππούλ. Πύλ. Χατζ.) ἀφρουγκάζουμαι Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀρκαδ. Δημητσάν. Λεντεκ. Μεγαλόπ.) ἀφρουgάζομαι Κρήτ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) ἀρφουgάζομαι Κρήτ. ἀφουγράζομαι Πελοπν. (Οἰν.) ἀφοκράζομαι Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Μεσσ.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. -ΙΠολυλ. Διηγ.25 ἀφροκάζομαι Κέρκ. ἀφογκράζομαι Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Καλάμ. Μεσσήν. κ.ἀ.) -Λεξ. Μπριγκ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀφοgράζομαι Κέρκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν. Οἰν.) ἀφοgράζουμαι Ζάκ. ἀφρογκάζομαι Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀργολ. Ἀχαΐα Καλάβρυτ. Μεσσήν.) ἀφ᾿κραίνουμι Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀφουκραίνουμι Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀφουγκραίνομαι Στερελλ. (Κλών.) ἀφοκρσκομαι Πόντ. (Κοτύωρ.) ’φαγκράζομαι Εὔβ. (Ἀνδρων. Κονίστρ. κ.ἀ.) ’φραγκάζομαι Εὔβ. (Ἀνδρων. Κονίστρ. κ.ἀ.) ’φραgάζομαι Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Ὄρ. κ.ἀ.) ’παgρειάζομαι Μέγαρ. ’φηκράζομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’φηκράζουμι Ἤπ. (Ζαγόρ.) ’φηγκράζομαι Ἤπ. Κῶς ’φηgράζομαι Κύθν. Πελοπν. (Οἰν.) ’φηgρειάζομαι Σέριφ. 'φουκράζομαι Ζάκ. Κάλυμν. Κάσ. Κῶς Σῦρ. ’φρουκάζομαι Κρήτ. κ.ἀ. ’φουγκράζομαι Κύπρ. Κῶς Ροδ. ’φουγκράζουμι Εὔβ. ( Στρόπον.) κ.ἀ. ’φουgράζομαι Ἀστυπ. ’φοgράζομαι Κεφαλλ. ’φράζομαι Σέριφ. Ἐνεργ. ἀφηκρῶ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) ἀφηκράζω Λεξ . Κομ. Κὶνδ. ἀφηκράζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπακροῶμαι, δι' ὃ ὶδ. ΙΒαλαβάν. ἐν Ἀρχ. Συλλ. Κορ., κατὰ παρετυμολογίαν πρὸς τὴν ἀπό, περὶ ἧς ἰδ. ΙΒογιατζίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/20) 167 κἑξ., γενομένου *ἀπακροῶμαι καὶ περαιτέρω διὰ τὴν σύμπτωσιν τῶν ὁμοίων φθόγγων ο *ἀπακρῶμαι καὶ *ἀπακράζομαι (πβ. κρεμῶ-κρεμάζω, κοπιῶ-κοπιάζω κττ.), ὅπερ σώζεται εἰς τὸν τύπον Μεγάρ. ἀπαgρειάζομαι καὶ ’παgρειάζομαι. Ἐκ τῶν τύπων τούτων *ἀπακρῶμαι καὶ *ἀπακράζομαι τραπέντος τοῦ π εἰς φ κατά τινα ἀναλογίαν (πρὸς τὸ ὑφορῶμαι-ἀφοροῦμαι κατὰ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 159 καὶ Ἀκαδ. Ἀναγν. 12, 552) προῆλθον τύποι *ἀφακρῶμαι-ἀφακράζομαι καὶ μετ᾿ ἐσωτερικῆς αὐξήσεως, χρονικῆς ἢ συλλαβικῆς, μετενεχθείσης εἰς τὸν ἐνεστῶτα ἀφηκρῶμαι-ἀφηκροῦμαι, ἤδη μεσν. παρὰ Δουκ. addenda λ. ἀφικρώνειν (πβ. καὶ προστακτ. ἀφηκρηστῆτε Les cinq livres de la loi 4,23 <ἔκδ. Hesseling>, ’φηκραστῆτε ἐν Χρον. Μορ. Τ 938. Ἰδ. ἔκδ. JSchmitt κριτικὸν ὑπόμνημα), ἀφηκράζομαι καὶ *ἀφεκράζομαι, ὅθεν ἀφεγκράζουμαι κτλ., ἐκ τούτων δὲ κατόπιν σιγήσεως τοῦ φθόγγου η (πβ. σιτάρι-σ᾽τάρι, φυλακὴ-φ’λακὴ κττ.) ἀφ’κροῦμαι, μεσν. ἐν Φυσιολόγ. στ. 847 (ἔκδ. ÉLegrand) καὶ Χρον. Μορ. Η 937, 938 κ.ἀ. (ἔκδ. JSchmitt) καὶ ἀφ᾿κράζομαι καὶ μετ᾽ ἐξωτερικῆς συλλαβικῆς αὐξήσεως ἐφ’κροῦμαι, ὃς καὶ ἐν Διγ. Ἀκρίτ. στ. 1111 καὶ 2223 (ἔκδ. SLambros σ. 157 καὶ 201) καὶ Χρον. Μορ. Ρ 938 (ἔκδ. JSchmitt). Ἐκ τούτων κατ' ἀνάπτυξιν ου διὰ τὸ δυσεκπρόφερτον τοῦ συμπλέγματος φκρ προῆλθον ἀκολούθως οἱ τύποι ἀφουκροῦμαι, ὃς καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 12, 17 κ.ἀ. (ἔκδ. ΣΞανθουδ.), ἔνθα καὶ ’φουκροῦμαι Α 247, 1232 κ.ἀ., καὶ ἀφουκράζομαι (’φρουκάζομαι ἐν Φωσκόλ. Φορτουν. πρᾶξ. Δ 328 <ἔκδ. ΣΞανθουδ.>) καὶ κατ’ ἀποκατάστασιν τοῦ ο τῆς προθέσεως ἀπὸ *ἀφοκρῶμαι, ὅθεν ἀφογκρῶμαι κτλ., καὶ ἀφοκράζομαι, ὃς καὶ ἐν Θυσ. Ἀβραὰμ στ. 2. Ἐκ τῶν τύπων τούτων προῆλθον πάντες οἱ λοιποὶ κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς ἄλλους ἢ κατὰ νόμους τῆς νέας Ἑλληνικῆς καὶ τῶν οἰκείων ἰδιωμάτων. Ἐν Πόντῳ παρὰ τοὺς ἀορ. ἀφουκράθα καὶ ἀφουκρέθα ὁ ἐνεστὼς ἀφουκροῦμαι, οὗ τὸ β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. πρόσωπον ἀφουκρᾶσαι, ἀφουκρᾶται κατὰ τὰ ρήματα τῆς α΄ συζυγίας. Διὰ τοὺς τύπους Καππ. ᾽φρηκοῦμι καὶ ᾿φρηκούμου ἰδ. RDawkins Modern Greek in Asia Minor 58. Περὶ τῆς λ. ἰδ. Κορ. Ἄτ. 2,72, KFoy Lauts. griech. Vulgärspr. 31, ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 158 κἑξ., ΜΦιλήντ. Γλωσσογν. Ἑλλην. 1,95 καὶ ΒΦάβην ἐν Λεξικογρ. Δελτ. Ἀκαδημ. Ἀθηνῶν 1 (1939) 110 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Τείνων τὸ οὖς ἀκούω προσεκτικῶς, ἀκροῶμαι πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Σίλ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ν’ ἀφακράζεσαι ἢ ἀφουκράζεσαι καὶ νὰ μὴ μιλᾷς πολλαχ. Ἀφοκροῦ ντὸ λέγω σε (ἄκουε τί σοῦ λέγω) Κερασ. || Φρ. Κούρμα καὶ ’φρήκου (πρὸς σπεύδοντα ν᾿ ἀπαντήσῃ) Ἤπ. Πατῶdα κι ἀφεgρειαζοdα (ἐπὶ προφυλακτικῶν ἀνθρώπων) Λακων. || Γνωμ. Ἁπ’ ἀφουρκάζεται καλὰ ὄμορφα κουβεδιάζει Κρήτ. || Αἴνιγμ. Τέσσεροι στέκονται, δύο ἀφρουγκάζονται, δύο τηρᾶνε, ἕνας σκάφτει καὶ ἕνας κουνειέται (ὁ χοῖρος) Χατζ. || ᾌσμ. Βγῆκε κιˬ αὐτὴ ν᾽ ἀφηγκραστῇ, ν᾿ ἀκούσῃ τὸ τραγούδι Ἤπ. Ἀφρηgαστῆτε νὰ σᾶς πῶ θλιμμένο μοιρολόι Λακων. Ἔβγα γιˬὰ νὰ μ᾿ ἀφηgραστῇς τὸν ὅρκο ποῦ θὰ κάνω Σῦρ. Κιˬ ὅντας μιλᾷ ’φουκροῦνται του ὅλοι μικροὶ μεάλοι Τῆλ. Τραβῴδ’ ἐσὺ τὸ παλληκάρ’ κ’ ἐγὼ ἂς ἀφουκροῦμαι, σῦρον τὰ λόγιˬα τῆ σεβdᾶ'ς κ᾽ ἐγὼ ἂς παλαλοῦμαι Χαλδ. Συνών. ἀκούω Α4, ἀκροάζομαι 1, ἀκροᾶμαι 1, ἀκρουμάζομαι 1, ἀκρουμαίνω 1, ἀκρώννομαι 1, ἀφακράρω, ἀφακρώνομαι, ἀφτιˬάζομαι. β) Ὠτακουστῶ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): ᾿Φραγκάστηκα κιˬ ἄκουσα εἶντα λέγανε Ἀνδρων. Πήγαινε ’φραgάσου νὰ δοῦμε τί λένε Ὄρ. Ἀφουγκράζιτι τοὺ σπίτι μ᾿ Σάμ. Ἤτονε χωσμένος κιˬ ἀφρουκούθενε Κρήτ. Πῆι ᾿ς τ᾿ν πόρτα κιˬ ἀφουκραίνιταν τί φκε͜ιά’ αὐτὸς μέσα Αἰτωλ. Τί κάθισι αὐτοῦ κι ἀφ᾿κράζισι; Ζαγόρ. Ἐφουκρέθα, ἄμα ’κ’ ἔκ’σα ντὸ λέγ᾽νε᾽ Τραπ. Χαλδ. ’Φουgρᾶσι τί θὰ ποῦμι νὰ τοῦ γράψ’ς; Λῆμν. Ἀηγκρίστη τσ᾿ ἄκουσε οὕλα τὰ λόγιˬα τ᾿ καλόγερου (ἐκ παραμυθ.) Σκῦρ. Πῆγε ᾿πὲ τὸ παραθύρ’ καὶ ’φηκρήσκε Σκοπ. || Παροιμ. Ὅποιους ἀφ᾽κρειέτι τὰ θ’κά τ᾽ ἀκούει (ὅτι ὁ ὠτακουστὴς συνήθως ἀκούει ἰδικάς του μομφὰς) Μακεδ. || ᾎσμ. Κι ἀπόξω ’κείνη στέκεται, ὅλα καλὰ τ᾿ ἀφ᾿κρᾶται Νίσυρ. Συνών. ἀκρουμάζομαι 2, ἀκρουμαίνω 1β, ἀφακρώνομαι 2, κρυφακούω. γ) Ἐξετάζω τὸν ἀσθενῆ διὰ τῆς ἀκροάσεως, ἐπὶ ἰατρῶν Ἤπ. Μύκ. κ.ἀ.: Σῦρε νὰ σ’ ἀφ’κραστῇ ὁ γιατρὸς Ἤπ. Τὸν ἀφ’κρειάζεται ὁ γιατρὸς Μύκ. Συνών. ἀφακρώνομαι 3. 2) Πείθομαι εἴς τινα, δέχομαι τὰ ὑπό τινος λεγόμενα, ὑπακούω πολλαχ.: Δὲ μοῦ ’φραγκάζεται καθόλου Κονιστρ. Πολὺ μὲ 'φηκρειέται τὸ παιδί μου Σαρεκκλ. Τώρα δουλεύει κι ἀφηκράζεται νὰ τοῦ πῇ κἀνεὶς κἄτι Ἀπύρανθ. Σᾶς ἐμίλησα, μὰ δὲ μὀφηκράστητε αὐτόθ. Δὲ ’φηγκρειοῦνταν, γι᾿ αὐτὸ τά ’παθε Σηλυβρ. Ν’ ἀφ᾽κράζισι τί σ᾽ λέν οἱ τρανύτιροί σ' Σισάν. ’Èν τοὺ 'φουκράζουμου νὰ ᾿ρτῶ Καλυμν. Πρέπει ν᾿ ἀφοκραστῇ τοὺς γονέους της ΙΠολυλ. 25 || Παροιμ. Ἐσὲν τὰ λέω τοῦτα | κιˬ ἂν ἔχῃς νοῦ ’φουκροῦ τα (ἐπὶ τῶν άλληγορικῶς ὁμιλούντων) Ρόδ. || ᾎσμ. Δὲν ἀφρουκοῦμαι κἀνενοῦς, μόνο τσῆ κεφαλῆς μου Κρήτ. Συνών. ἀκούω Α4β, ἀκροάζομαι 2, ἀκρουμαίνω 2, ἀκρών-νομαι 2. Μετοχ. ’φηκραζούμινους=εὐπειθὴς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Εἶνι 'φηκραζούμινου πιδί. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀφακραστερός. β) Εἰσακούω, ἐπακούω Κρήτ. Κῶς κ.ἀ.: Ἂν εἶχα -ν- ἀφρουκάζεται ὁ Θεὸς τοῦ καθανοῦ μας, ἤθελα χαλάσει ὁ κόσμος Κρήτ. Ἆ, μὰ δὲ σ᾿ ἀφρουκᾶτ’ ὁ Θεὸς ὅσο καὶ νὰ βλαστημᾷς καὶ κἀτεχέ το αὐτόθ. ’Φουκράστηκέν τως ὁ Θεὸς Κῶς Συνών. ἀκούω Α4γ. 3) Ἔχω τὴν αἴσθησιν τῆς ἀκοῆς, ἀκούω Ἀστυπ. Θεσσ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.: Ἀφουκρε͜ιοῦμι καλὰ Θεσσ. Δὲν ἀφουρκοῦμαι bλεὸ Κρήτ. (Μονοφάτσ.) Μὲ βαστοῦσα dὰ βαβά μου καὶ δὲ dὸ ’φηgράστηκα (βαβὰ=νεῦρα) Ἀπύρανθ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Θυσ. Ἀβραὰμ στ. 209 (ἔκδ. ÉLegrand) «ἂς εἶχα μάτια σκοτεινά, ἀφτιὰ νὰ μὴ ’φουκροῦμαι... | νὰ μὴ θωρῶ τὸ γίνεται, νὰ μὴ ’γροικῶ τὸν πόνο». Πβ. ἀφακράρω, ἀφακρώνομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/