ἀφάκρασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφάκρασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφάκρασμα τό, πολλαχ. ἀφούκραμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀφούκρασμα Κρήτ. ἀφούκρεμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀφήκρασμα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) - Λεξ. Κομ. Κὶνδ ἄφ᾿κρισμα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) ἀφούγκρισμα Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀφόκρωμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀφούκρωμαν Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀφακράζομαι. Ὁ τύπ. ἀφούκρασμα καὶ παρὰ Βλαχ. Ὁ τύπ. ἀφόκρωμαν-ἀφούκρωμαν ἐκ τοῦ τύπου ἀφοκροῦμαι-ἀφουκροῦμαι κατὰ τὸ ἀπλώνω-ἀπλοῦμαι-ἄπλωμαν, στεγνώνω-στεγνοῦμαι-στέγνωμαν, φανερώνω-φανεροῦμαι-φανέρωμαν κττ. παράγωγα ἐκ τῶν εἰς -ώνω ρημάτων.
Σημασιολογία
1) Ἀκρόασις ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀκρούμασμα 1, ἀφακράρισμα, ἀφάκρασι. 2) Λαθραία ἀκρόασις, ὠτακουστία ἔνθ᾽ ἀν.: Τ᾿ ἀφούκρεμαν ἔν᾿ τρανὸν ἁμαρτίαν Τραπ. Χαλδ. Ἄσ᾽ τ᾽ ἀφούγκρισμα Ἀράχ. Συνών. ἀκρούμασμα 2, παρακάθισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA