ἀποτέλεσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτέλεσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποτέλεσμα τό, λόγ. κοιν. ἀπουτέλιγμα Λέσβ. (Πάμφιλ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀποτέλεσμα=συμπλήρωσις, ἀποτελείωσις.
Σημασιολογία
Ἔκβασις, τέλος ἐνεργείας τινός: Ὅσο κιˬ ἂν προσπαθῇ ἀποτέλεσμα δὲ φέρνει. Νὰ δοῦμε τί ἀποτέλεσμα θὰ ἔχουν οἱ κόποι του. Κοπίασε πολύ, μὰ χωρὶς κἀνέν’ ἀποτέλεσμα. Αὐτὴ ἡ δουλει͜ὰ θά ’χῃ καλὸ ἢ κακὸ ἀποτέλεσμα κοιν. Ὁ δεῖνα ἤφηκε ἀποτέλεσμα μέσα ’ς τὸ δημαρχεῖο (δήμαρχος γενόμενος προήγαγε τὰ κοινὰ) Σίφν. Δὲν ἤκαμεν ἀποτέλεσμα (δὲν κατώρθωσε τίποτε) Τῆν. Τοὺ μιθύσ’ δὲν ἔ’ πουτὲς καλὰ ἀπουτιλέγματα Πάμφιλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA