ἀποτέτο͜ιος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτέτο͜ιος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Αντωνυμία
Τυπολογία
ἀποτέτο͜ιος ἀντων. δεικτικὴ πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τῆς ἀντων. τέτο͜ιος.
Σημασιολογία
1)Ὁ δεῖνα, συνήθως χλευαστικῶς ἐπὶ προσώπου τὸ ὁποῖον ἀποφεύγομεν νὰ ὀνομάσωμεν: Γιˬὰ ποι͜ὸν μιλᾷς; -Γιˬὰ τὸν ἀποτέτο͜ιο. Συνών. ἀποδαύτος. 2) Οὐσ., ἄνθρωπος αἰσχρὸς τὸν ὁποῖον ἀποφεύγομεν νὰ χαρακτηρίσωμεν, οἷον ὁ κίναιδος: Εἶναι ἀπὸ τοὺς ἀποτέτο͜ιους ἢ εἶναι ἀποτέτο͜ιος. Συνών. τέτο͜ιος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA