ἀπύριˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπύριˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπύριˬαστος ἐπίθ. Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀπυριˬαστὸς<ἀπυριˬάζω προσλαβόντος στερητ. σημασίαν δι’ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ραντισθεὶς διὰ θείου. Συνών. ἀθε͜ιάφιστος, ἀθε͜ιάφωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA