ἀφαλοδένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφαλοδένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφαλοδένω Λεξ. Πρω. Δημητρ. Μετοχ. ἀφ-φαλλοδεμένος Εὔβ. (Κουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφάλι ἢ ἀφαλὸς καὶ τοῦ ρ. δένω.

Σημασιολογία

Δένω τὸν ὀμφαλόν, ἰδία ἐπὶ ἐνήλικος τοῦ ὁποίου ὀ ὀμφαλὸς ἐλύθη. Λεξ. Πρω. Δημητρ. Μετοχ. ὁ ἐπιδεδεμένος τὴν ὀσφὺν διὰ νὰ μὴ λυθῇ ὁ ὀμφαλὸς του Εὔβ. (Κουρ.): ᾿Èν ἔχει τὰ καλά της, οὕλο ἀφ-φαλ-λοδεμένη γυρίζ-ζει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/