ἀφαλοκοπιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαλοκοπιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφαλοκοπιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. ἀφαλουκουπιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀφαλοκοπῶ.
Σημασιολογία
1) Ἀφαλόκομμα 1, ὃ ἰδ.: Ἔτ᾿χα ἀπάν' τ᾿ν ἀφαλουκουπιˬά. 2) Μεταφ. περιποίησις, περίθαλψις: Οἱ γιρόντ’ θέλ ᾽νι ἀφαλουκουπιˬές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA