ἀποτζιρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτζιρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτζιρώνω Πόντ. (Ἴμερ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τζίριν.
Σημασιολογία
Λαμβάνω χρῶμα μαυροκόκκινον ὡς εἶναι τὸ χρῶμα τοῦ τζιριˬοῦ (ἀχλαδιοῦ φουρνισμένου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA