ἀποτζοβίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτζοβίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτζοβίζω Πόντ. (Ὄφ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τζόβιν.

Σημασιολογία

Ἀποσπῶ ἐκ ξύλου μικρὰ τεμάχια εἴτε διὰ τῆς χειρὸς εἴτε διὰ κοπτεροῦ ὀργάνου: Ἀποτζοβίζ’ τὸ ξύλο-τὸ σανίδ’ κττ. Συνών. ἀποτζοβώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/