ἀποτζουμπίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτζουμπίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτζουμπίζω Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τζουμπίζω.
Σημασιολογία
Συμπιέζω, συνθλίβω: ᾎσμ. Τὴν πέτραν ἐπετζούμπιξεν, | χουλρ’ νερόπον ἔσταξεν. Συνών. τζουμπίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA