ἀπρόκοφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπρόκοφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπρόκοφτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπρόκουφτους βόρ. ἰδιώμ. ἀπρέκοφτος Καππ. (Σινασσ.) ἀνιπρόκουφτους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) ἀπρόκοπος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀπρόκοπο Τσακων. ἀπρόκουπους βόρ. ἰδιώμ. ἀνηπρόκοπος Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Βιθυν. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἰων. (Κρήν.) Πελοπν. (Λακων.) Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Μπριγκ. ἀνηπρόκοπες Σκῦρ. ἀνεπρόκοπος Ἤπ. Τῆλ.-Λεξ. Κομ. ἀνιπρόκουπους βόρ. ἰδιώμ. ἀνιπουόκουβους Σαμοθρ. ἀνιμπρόκουπους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Μακεδ. (Καστορ.) ἀνουπρόκουπους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἀπρόκοπτος. Ὁ τύπ. ἀπρόκοπος καὶ μεταγν. Διὰ τοὺς παραλλήλους τύπ. ἀπρόκοπος, ἀνηπρόκοπος, ἀνεπρόκοπος ἰδ. α- στερητ. 1δ. Ὁ τύπ. ἀνουπρόκουπους παρὰ τὸ ἀνιπρόκουπους πιθανῶς κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ σημασιολογικῶς συγγενοῦς ἀνουφέλιτους, μεθ’ οὗ καὶ συνεκφέρεται. Τῶν βορείων τύπων ἀνιπρόκουφτους, ἀνιπρόκουπους καὶ τῶν ὁμοίων τὸ ι ἐκ τοῦ ε.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ προκόπτων, ὁ μὴ εὐδοκιμῶν εἴς τι σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἀπρόκοφτος ἄνθρωπος. Ἀπρόκοφτη γυναῖκα. Ἀπρόκοφτο παιδί. Ἀπρόκοφτο κορμὶ σύνηθ. || Παροιμ. Ὁ προκομμένος εἶντα θέλει τὸ μάλιν τ’ ὁ ἀπρόκοπος εἶντα θέλει το; (ὁ ἱκανὸς δὲν ἔχει ἀνάγκην περιουσίας, ἔχει τὴν ἱκανότητα του, ὁ δὲ ἀνίκανος περιττὸν νὰ ἔχῃ περιουσίαν, διότι καὶ ἂν ἔχῃ διὰ τὴν χάσῃ) Κύπρ. β)Ὀκνηρός, νωθρὸς Βιθυν. Εὔβ. (Στρόπον.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Λέσβ. Μέγαρ. Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Τῆλ. Χίος κ.ἀ.: Αὐτὸς εἶναι ἀνηπρόκοπος͵ γούλη μέρα κάθεται Βιθυν. Μάρ’ ἀνηπρόκοπε, δὲν ἔ’ς ντροπὴ ἀπάνου σου, νὰ μὴ πάς νὰ δουλέψ’ς! Σκῦρ. Συνών. ἀδούλης, ἀκαμάτης, ὀκνιˬάρις. γ)Ἀτυχής, δυστυχὴς Μέγαρ. 2)Ἀνάγωγος, δύστροπος Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Πόντ. (Σάντ.) κ.ἀ. 3)Καχεκτικός, ἀδύνατος Ἄνδρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA