ἀποτινάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτινάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτινάζω, ἀποτινάσσω Κρήτ. ἀπουτ’νάσσου Σὰμοθρ. ἀποτινάζω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἀπουτ’νάζου βόρ. ἰδιώμ. ’ποτινάσ-σω Κύπρ. ’ποτινάσσω Κῶς Νίσυρ. Τῆλ. κ.ἀ. ’ποτινάζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ. ’πετινάζω Καππ. (Ἀνακ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποτινάσσω.

Σημασιολογία

1)Ἀπορρίπτω μακρὰν διὰ τιναγμοῦ Καππ. (Ἀνακ.): ᾎσμ. Μὲ χουρσᾶ τὰ μανίκιˬα της τὰ ιˬόνιˬα ’πετινάζει, μὲ χουρσὸ λαχτυλίδι της τὰ παγούριˬα τσακίζει (λαχτυλίδι= δακτυλίδι, παγούριˬα=κρυσταλλώσεις πάγοι). 2)Καθαρίζω τι τοῦ κονιορτοῦ τινάσσων αὐτὸ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): ᾽Επετίναξα τὸ χαλὶν Τραπ. Ἀποτίναξο τὸ γεργάν’ Ὄφ. Συνών. ἀποτοζώνω, ξεσκονίζω, τινάζω. 3)Καθαρίζω ἐντὸς κοσκίνου, ἐπὶ δημητριακῶν καρπῶν Τῆλ. Συνών. κοσκινίζω. 4)Τελειώνω τὸ τίναγμα, τὸν διὰ τιναγμοῦ καθαρισμὸν ἀπὸ τοῦ κονιορτοῦ κττ. σύνηθ.: Δὲν ἀποτίναξεν ἀκόμη τὰ στρωσίδιˬα. 5)Ἐνεργ. ἀμτβ. καὶ μέσ. ἀνατινάσσομαι, οἷον ὑπὸ αἰφνιδίου ἀκούσματος, φόβου, νόσου κττ. ἢ καθ’ ὕπνον Κύπρ. Κῶς Νίσυρ. Σαμοθρ. κ.ἀ.: Ἀπουτ’νάσσ’ ἡ--ἄουστους κὶ πααμ’λᾷ (ἀποτινάσσεται ὁ ἄρρωστος καὶ παραμιλᾷ) Σαμοθρ. Τί ἔ’ τοὺ πιδὶ κιˬ ἀπουτ’νάσσ’; αὐτόθ. Τότε ἐφοβήθηκε τὸ πουλλὶ καὶ ’ποτινάχτηκε καὶ ἔφυε ἡ μιˬά του φτερούδα (ἐκ παραμυθ.) Νίσυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/