ἀπρόοπτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπρόοπτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπρόοπτος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀπρόοφτος Πόντ. (Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπρόοπτος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ προβλεπόμενος ἢ μὴ προβλεφθεὶς λόγ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Ἀπρόοπτος θάνατος λόγ. σύνηθ. Ἀτὸ ἀπρόοφτον ἔτον Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/