ἀπρόσεχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπρόσεχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπρόσεχτος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀπρόσεχος Κωνπλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀπρόσεκτος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ προσέχων: Τί ἀπρόσεχτος ποῦ εἶσαι! Ὁ δεῖνα εἶναι ἀπρόσεχτος ’ς τοὶς δουλει͜ές του-’ς τὴν περπατησιˬά του-’ς τὸ ντύσιμό του κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/