ἀφάνισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφάνισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφάνισμα τό, Λεξ. Γαζ. (λ. ἐκρίζωσις) ΜἘγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀφάνισμαν Πόντ. (Τραπ.) ἀφάνιγμαν Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀφανίζω.
Σημασιολογία
Ὄλεθρος, φθορά, ζημία μεγάλη. Συνών. ἀφανισμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA