ἀφανισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφανισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀφανισμὸς ὁ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ’φανισμὸς Παξ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀφανισμὸς.

Σημασιολογία

Ἀφάνισμα, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἀφανισμὸς ἔπεσε ἐφέτος ᾿ς τ᾽ ἀμπέλιˬα. Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ἀφανισμὸς. Τὰ παπούτσιˬα – τὰ ροῦχα εἶναι σήμερα ἀφανισμὸς (πολὺ ἀκριβὰ) σύνηθ. Ἐπελάγωσαν τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ἔκαμαν πολὺ ἀφανισμὸ Γέρω Κολοκοτρ. 173. || ᾎσμ. Ἀφανισμὸς ᾽ς τσοὶ κωπελλιὲς καὶ γε͜ιὰ ’ς τὰ παλληκάριˬα Εὔβ.-Ποιήμ. Ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμα | πρὶν νὰ εὑρῆτε ἀφανισμὸ ΔΣολωμ 22. Εἶν᾿ ἀστραπὴ τὸ βλέμμα του, εἰκόνα ἀφανισμοῦ ΙΤυπάλδ. Ποιήμ. 41.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/