ἀφανιστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφανιστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀφανιστὴς ὁ, Παξ. - ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 46 - Λεξ. Περίδ. Ἐλευθερουδ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ. Θηλ. ἀφανίστρα Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀφανιστής.
Σημασιολογία
Καταστροφεύς, ἐξοντωτὴς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀφανιστὴς τοῦ σπιτιοῦ του Παξ. Ἀφανιστὴς τῆς κωπελλὸς αὐτόθ. Τῆς γέννας τοῦ Δεντρογαλῆ νὰ γίνω ὀρέγομουν ἀφανιστὴς ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA