ἀποτιτσινών-νω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτιτσινών-νω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτιτσινών-νω Κύπρ. ’ποτιτσινών-νω Κύπρ. ’ποτιτσανών-νω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. τίτσινος.

Σημασιολογία

1)Μορφάζω ἐκ δυσαρεσκείας ἢ ἕνεκα δυσαρέστου αἰσθήματος: Ἔφαεν ὄξινα ταὶ ’ποτιτσινών-νει. Εἶδεν με τ’ ἐποτιτσίνωσεν τὴν μουτσούναν του. ’Ποτιτσινών-νει, γιˬατὶ ’ὲν κάμνει χάζιν τὸ φαεῖν. Ἔμεινεν ’ποτιτσινωμένος. 2)Ἀηδιάζω τι: Ὁ δεῖνα ’ποτιτσανών-νει τὸ φαεῖν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/