ἀποτοζώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτοζώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτοζώνω Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τοζώνω.
Σημασιολογία
Τινάσσω τι πρὸς καθαρισμὸν ἀπὸ τοῦ κονιορτοῦ ἔνθ’ ἀν.: Ἐπετόζωσα τὰ λώματα μ’ Τραπ. Ἀποτόζωσο τὰ έ σ’ Ὄφ. Συνών. ἀποτινάζω 2, ξεσκονίζω, τινάζω, ἀντίθ. τοζώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA