ἀπότοιχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπότοιχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπότοιχος ὁ, Κύθν. Μύκ. κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. ἀπότ’χος Μύκ. ἀπότοιχο τό, Πάρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τοῖχος.
Σημασιολογία
1)Τὸ ὄπισθεν μέρος τοίχου μάλιστα ἀγροτικοῦ Κύθν. Μύκ. Πάρ. κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. 2)Θέσις ὑπήνεμος ὑπὸ τοῖχον ἢ καὶ ἀλλαχοῦ προστατευτικὴ ἀπὸ βροχῆς Μύκ.: Ἐτσεῖ λοιπὸν τὸν ἤπιˬασε μιˬὰ βροχὴ τσαὶ πάει ’ς ἕναν ἀπότοιχο τσαὶ στέτσεται ὥς ν’ ἀποβρέξῃ (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA