ἄφαντα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄφαντα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄφαντα ἐπίρρ. Λεξ. Δημητρ. ἀνάφαντα Παξ. ἀλάφαντα Παξ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίρρ. ἄφαντα.

Σημασιολογία

1) Χωρὶς νὰ φαίνεταί τι, ἀφανῶς Λεξ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Πινδ. Πυθ. 11, 30 «ἄφαντα βρέμει». 2) Ἀπερισκέπτως, ἀπρόσεκτα Παξ.: Μὴν προβατῇς ἀλάφαντα, θὰ τσακιστῇς κἀμμιˬὰ μέρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/