ἀποτοκιστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτοκιστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποτοκιστὴς ὁ, ἀμάρτ. Θηλ. ’ποτοκίστρα Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποτοκίζω.

Σημασιολογία

Θηλ., ἡ ὑπενθυμίζουσα γενομένην εὐεργεσίαν: ’Ποτοκίστρα ’ναι καὶ δὲ θέλω πρᾶμα ἀποὺ τὰ χέριˬα τζη. Συνών. ἀποχτυποῦ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/