ἀπότοκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπότοκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπότοκος ἐπίθ. ἀπόκοττη ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπότοκο.

Σημασιολογία

1)Ὄρνις ἡ ὁποία ἔπαυσε νὰ γεννᾷ. 2)Ἡ τελευταία γεννηθεῖσα θυγάτηρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/