ἀποτολμιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτολμιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποτολμιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ’ποτολμιˬὰ Κύπρ. ’ποτορμιˬὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀποτολμία, παρ’ ὃ καὶ ἀποτορμία. Πβ. Μαχαιρ. 1, 360 (ἔκδ. RDawkins) «θωρῶντα οἱ Γενουβίσοι τὴν ἀποτορμίαν τοῦ παιδίου ἐπροσδέκτησάν τον πολλὰ καλά».

Σημασιολογία

Τὸ νὰ τολμᾷ τις, τόλμη. Συνών. ἀποκότησι, ἀποκοτιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/