ἀφαντιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφαντιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφαντιˬάζω ΔΛουκοπούλ. Ποιμεν. Ρούμελ. 217-Λεξ. Δημητρ. ἀφαντιˬάζου Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄφαντος.

Σημασιολογία

1) Καθιστῶ ἄφαντον, ἐξαφανίζω Ἤπ.-Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀφαντίζω. 2) Καθιστῶ μωρόν, ἀνόητον, μωραίνω Στερελλ. (Αἰτωλ.) - ΔΛουκόπουλ. ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι βλαμμένος, ἀφαντιˬασμένος, γιˬ᾿ αὐτὸ τὸν ἔβγαλαν Βλάχο (ἐνν. ὁ τσοπάνης) ΔΛουκοπουλ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/