ἀπότολμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπότολμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπότολμος ἐπίθ. Κύπρ.-ΚΠαλαμ. Ἴαμβ. καὶ ἀνάπ.2 39-Λεξ. Βλαστ. ’πότολμος Κύπρ. ἀπότορμος Κύπρ. ’πότορμος Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπότολμος=ἄτολμος. Τὸ ἀπότορμος καὶ μεσν.

Σημασιολογία

1)Τολμηρὸς Κύπρ.-ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Βλαστ.: ᾎσμ. Ποιὸς ἔν’ ἄξιˬος τιˬ ἀπότορμος νὰ πά’ νὰ τῆς συντύῃ; Κύπρ.-Ποίημ. Σὰν ἀπὸ χέρι ἀπότολμο | ξεχωριστοῦ τεχνίτῃ φανταστικὸ σὰν ἄυλο | δείχνεται κάθε σπίτι ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. στ. 16 (ἔκδ. JSchmitt) «κι ἂν ἦτον τόσα ἀπότολμος νὰ τοὺς ἀντιμιλήσῃ, | εὐτὺς χάμω τὸν ἔρριπταν, πολλὰ τὸν τιμωροῦσαν» καὶ Μαχαιρ. 1,14 (ἔκδ. RDawkins) «τοῦτον τὸ χαρτίν μας . . . βουλλωμένον ἔχε το εἰς φύλαξιν εἰς καλὸν τόπον καὶ μηδὲν εἶναι τινὰς ἀπότορμος νὰ τὸ ἀνοίξῃ ἢ νὰ τὸ διαβάσῃ». Συνών. παράτολμος. 2)Ταχὺς Κύπρ.: ᾌσμ. Πκο͜ιὸς ἔν’ καλὸς ταὶ γλήορος νὰ φτάσῃ τὴν τυράν του; -᾿Εγιˬώ ’μ’ ἄξιˬος τιˬ ἀπότολμος νὰ φτάσω τὴν τυράν μου (λέγει ὁ ἵππος). Ἂν ἔν’ ὁ μαῦρος σου καλός, φτάν-νεις του ποῦ τοὺς στρών-νουν, εἰδὲ τ’ ἔν’ ’ποὺ τοὺς ’πότορμους, φτάν-νεις ποῦ στεφανών-νουν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/