ἀφαντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφαντίζω Ἤπ. ἀφαντίζου Ἤπ. ἀναφαντίζου Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄφαντος, παρ’ ὃ καὶ ἀνάφαντος.
Σημασιολογία
Ἀφαντιˬάζω 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἀναφάντ᾽σέ του νὰ μὴ τοῦ γλέπου Ζαγόρ. Ποῦ πῆις κιˬ ἀναφαντίσκις; αὐτόθ. Ν᾽ ἀναφαντ'στῇς! αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA