ἀπότομος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπότομος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπότομος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀποτόμ’ς Πόντ. (Ἀμισ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπότομος. Ὁ τύπ. ἀποτόμ’ς ἐκ τοῦ μεταπλασμένου ἀποτόμης.

Σημασιολογία

1)Ἀπόκρημνος κοιν.: Βράχος ἀπότομος. Βουνὸ ἀπότομο. Κατηφοριˬὰ ἀπότομη. 2)Αἰφνίδιος κοιν.: Ἔκαμε τ’ αὐτοκίνητο ἀπότομη στάσι. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναπάντεχος 1, ἄξαφνος 1. 3)Ὁ μετὰ βίας γινόμενος, βεβιασμένος ἕνεκα στενότητος χώρου καὶ τῆς κεκτημένης ταχύτητος κοιν.: Ἔκαμε τ’ αὐτοκίνητο ἀπότομη στροφή. 4)Μεταφ. τραχύς, σκαιὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ.): Ἄνθρωπος ἀπότομος. Γυναῖκα ἀπότομη. Τρόποι ἀπότομοι κοιν. Συνών. ἄβρωτος 3β, ἀγενής, ἀγροίκητος Β4, ἀγροῖκος Ι1, ἀνεύγενος, βάρβαρος, χωριˬάτης, ἀντίθ. εὐγενής, εὐγενικός. Συνεκδ. καὶ ἐπὶ φωνῆς σύνηθ.: Φωνὴ ἀπότομη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/